Η λίστα ιστολογίων μου

26/12/15

Ο Ανταγωνισμός στην Λιανική Αγορά Ρεύματος - η Περίπτωση της Γερμανίας

Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα έχει ένα πλεονέκτημα. Μας επιτρέπει να μάθουμε απο τις επιτυχίες αλλά και τα λάθη των πρωτοπόρων. Η Γερμανία είναι μια τέτοια πρωτοπόρα αγορά. Στο σημείωμα αυτό, που ετοιμάστηκε απο το allazorevma.gr στα πλαίσια του Παρατηρητηρίου της Αγοράς Λιανικής, καταγράφονται ορισμένα χαρακτηριστικά του ανταγωνισμού στη Γερμανία και συγκρίνονται με την περίπτωση της Ελλάδος (με μια μικρή επιφύλαξη: "Είδα το μέλλον - και δουλεύει" είχε πεί ένα αμερικανός δημοσιογράφος των Times της Νέα Υόρκης που επισκέφθηκε την Σοβιετική Ενωση την δεκαετία του '20 - bad call!).

Μια πρώτη διαφορά είναι οτι τα τιμολόγια του ρεύματος είναι διαφορετικά σε κάθε περιοχή της Γερμανίας ενώ στην Ελλάδα υπάρχει μια ενιαία τιμή για όλη την χώρα. Ο καταναλωτής στη Γερμανία έχει τρείς επιλογές. α) να διατηρήσει το παλιό του συμβόλαιο με τον τοπικό πάροχο β) να ζητήσει νέο συμβόλαιο απο τον τοπικό παρόχο ή γ) να ζητήσει νέο συμβόλαιο απο άλλον πάροχο. Υπάρχουν πάνω απο 1,100 πάροχοι (απο τους οποίους οι 4 μεγάλοι - RWE, E.ON, Vattenfall και EnBW έχουν λιγότερο απο το 40% της αγοράς και οι περισσότεροι απο τους υπόλοιπους είναι μικρές δημοτικές επιχειρήσεις) και 13,000 τιμολόγια για να διαλέξει κανείς. Μέχρι τo 2013, το 34% των Γερμανών οικιακών καταναλωτών (που στο σύνολό τους είναι περίπου 40 εκατομμύρια) είχαν μείνει με τα παλιά τους συμβόλαια, ένα άλλο 45% είχε νέο συμβόλαιο με τον τοπικό πάροχο και το υπόλοιπο 21% είχε αλλάξει πάροχο.

Οι τιμές, όπως είναι φυσικό, είναι το κύριο πεδίο του ανταγωνισμού. Οι Γερμανοί πληρώνουν την δεύτερη υψηλότερη τιμή ρεύματος στην Ευρώπη (μετά την Δανία) η οποία επιβαρύνεται σε ποσοστό πάνω απο 50% με φόρους και τέλη (ο ΦΠΑ είναι σε ποσοστό 19%). Οι εκπτώσεις για νέους πελάτες όμως είναι πολύ μεγάλες. Αυτή την στιγμή κυμαίνονται στα 380 ευρώ για ετήσια χρέωση των 3.500 κιλοβατωρών που στοιχίζουν ονομαστικά περίπου 1,050 ευρώ (τα ποσά περιλαμβάνουν τον ΦΠΑ και όλες τις "ρυθμιζόμενες" χρεώσεις). Η έκπτωση δίνεται πάντα σε ευρώ υπολογισμένη με βάση την εκτιμώμενη κατανάλωση. Ενα μέρος δίνεται στη αρχή του ετήσιου συμβολαίου (Sofortbonus) και το υπόλοιπο (Neukundenbonus) στο τέλος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα τιμολόγια περιλαμβάνουν σημαντική πάγια χρέωση (σε μηνιαία βάση περίπου 10-12 ευρώ) σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου οι πάγιες χρεώσεις είναι μικρές (και ορισμένοι πάροχοι τις έχουν καταργήσει). Δεν υπάρχουν επίσης κλιμακωτές χρεώσεις όπως ακόμα συμβαίνει στα περισσότερα τιμολόγια στην Ελλάδα. (Αντίθετα σε ορισμένα επαγγελματικά συμβόλαια στην Γερμανία υπάρχουν κλιμακωτές χρεώσεις με φθίνουσες τιμές).

Για να έχουμε μια συγκριτική εικόνα, ένα γερμανικό νοικοκυριό με κατανάλωση 3,500 κιλοβατώρες τον χρόνο μετά τις εκπτώσεις - κίνητρο για αλλαγή προμηθευτή  πληρώνει περίπου 715 ευρώ έναντι των 630 που πληρώνει ένα ελληνικό νοικοκυριό με την ίδια κατανάλωση. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ οι γερμανοί καταναλωτές πληρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για ηλεκτρισμό απο ότι οι έλληνες (που είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι χωρίς τις εκπτώσεις για αλλαγή προμηθευτή, οι 3,500 κιλοβατώρες στοιχίζουν 1,050 ευρώ στην Γερμανία ενώ μόνο 630 στην Ελλάδα). Οι Γερμανοί καταναλωτές πληρώνουν αδιαμαρτύρητα (όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις) το κόστος για τη αλλαγή κατεύθυνσης στην παραγωγή ηλεκτρισμού με την επιδότηση των ανανεώσιμων πηγών και το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων.

Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην γερμανική και την ελληνική αγορά είναι η παρουσίαση των τιμολογίων. Στην Γερμανία οι προσφορές των παρόχων είναι απόλυτα ομογενοποιημένες και άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους. Δεν διαφέρουν στην δομή τους ούτε στις ιστοσελίδες των παρόχων ούτε στις ειδικές ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι προσφορές ανάγονται άμεσα σε ευρώ ετήσιας δαπάνης ή οφέλους και δεν αναφέρονται σε ποσοστά. Περιλαμβάνουν δε το σύνολο των χρεώσεων (ανταγωνιστικών και ρυθμιζόμενων) αλλά και τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.

Είναι ενδιαφέρον το πως διαφοροποιούνται οι προσφορές των παρόχων στην Γερμανία μετά το ύψος των τιμών.

  • Ενα χαρακτηριστικό είναι η σταθερότητα της τιμής. Δεν υπάρχουν στην Γερμανία "ρήτρες οριακής τιμής". Αντίθετα υπάρχουν προσφορές με σταθερή τιμή μέχρι και 2 χρόνια.
  • Στην Γερμανία το 25% περίπου των καταναλωτών προτιμούν να αγοράζουν οικολογικό ("πράσινο") ρεύμα, με τιμή ελαφρά υψηλότερη απο το συμβατικό. Αυτό αφού πληρώσουν μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων ένα τέλος για την υποστήριξη των ΑΠΕ που είναι διπλάσιο απο αυτό που πληρώνουν οι Ελληνες καταναλωτές. Στην Ελλάδα βεβαίως δεν προσφέρονται ακόμα "πράσινα" τιμολόγια.
  • Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι οι πάροχοι προσφέρουν μεν όπως και στην Ελλάδα νυκτερινό ρεύμα αλλά το συνδέουν πάντα με συγκεκριμένη χρήση (αντλίες θερμότητος ή θερμοσυσσωρευτές).
  • Σημαντικός παράγοντας ανταγωνισμού είναι η ποιότητα εξυπηρέτησης. Οι ειδικές ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών (Strompreisvergleichsportal) διεξάγουν και δημοσιοποιούν την δική τους περιοδική αξιολόγηση όλων των παρόχων, παρέχουν όμως και την δυνατότητα στους χρήστες τους να κάνουν την δική τους αξιολόγηση στο διαδίκτυο.
  • Οι μεγαλύτεροι πάροχοι επενδύουν στην δημιουργία "Brand Νames" και προσφέρουν το προιόν τους όχι με την εταιρική τους ονομασία αλλά με εύληπτα απο το κοινό ονόματα. Παράδειγμα η EnBW (Energie Baden-Württemberg) που προσφέρει "Yellostrom" - κάτι σαν "κίτρινο ρεύμα" (αν και με τέτοιο όνομα είναι κατανοητό). Το μπλέ είναι το χρώμα του άλλου μεγάλου παρόχου με δύσκολο όνομα, της RWE (Rheinisch-Westfälisches Elektrizitätswerk).
  • Τέλος ορισμένοι πάροχοι προσφέρουν ακριβότερο "Εξυπνο" ρεύμα που περιλαμβάνει λογισμικό διαχείρισης "έξυπνου σπιτιού" ("Smart Home") και δωροεπιταγή της τάξεως των 300 ευρώ για νέους πελάτες, για την αγορά συσκευών παρακολούθησης και αισθητήρων (ασφάλεια, θέρμανση, φωτισμός). Η δωροεπιταγή ρευστοποιείται στο ηλεκτρονικό κατάστημα (e-shop) του παρόχου.
Είδαμε λοιπόν το μέλλον και δουλεύει - λίγο πολύ. Ποιά είναι τα χρήσιμα μαθήματα απο την γερμανική αγορά? Τα σημαντικότερα κατά τη γνώμη μας είναι α) ότι οι πάροχοι δεν πρέπει να φοβούνται τον ανταγωνισμό και β) ότι ο ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά δεν άρχισε ακόμα - τόσο όσον αφορά τον αριθμό των παρόχων όσο και την ποικιλία των προσφορών. Απο την άλλη μεριά καλό είναι (ως πολίτες όμως και όχι ως καταναλωτές) να πείσουμε τους πολιτικούς μας ότι δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε με τους φόρους και τα τέλη - οι Γερμανοί είναι το χειρότερο παράδειγμα σ'αυτό.

22/12/15

Η Αγορά Ρεύματος Επιταχύνει Προκαλώντας Θόρυβο και Σύγχυση - Ευτυχώς Υπάρχει Λύση

Από τον Οκτώβριο του 2015 η λιανική αγορά ρεύματος έχει ζωντανέψει με επίκεντρο πλέον τους οικιακούς και μικρούς επαγγελματικούς καταναλωτές που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία. Η εξέλιξη αυτή είναι ωφέλιμη για τον καταναλωτή. Υπολογίζεται ότι αν οι μισοί οικιακοί καταναλωτές άλλαζαν προμηθευτή σήμερα επιλέγοντας τον φθηνότερο, θα είχαν συνολικό όφελος μεγαλύτερο από 150 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.

Το όφελος αυτό όμως για να κερδηθεί θα πρέπει ο καταναλωτής να επενδύσει χρόνο και προσπάθεια για να επιλέξει την καλύτερη γι αυτόν λύση από αυτές που προσφέρονται. Ορισμένοι από τους λόγους που κάνουν την σύγκριση δύσκολη είναι:

  • Η ανομοιογένεια των προσφορών όσον αφορά τον υπολογισμό της έκπτωσης, και οι μη ορατές σε πρώτο μάτι δεσμεύσεις. Οι εκπτώσεις δίδονται άλλες φορές σε ποσοστά, άλλες φορές σε τιμή μονάδος με  αναφορές σε αριθμό "λογαριασμών" (που είναι συνήθως μηνιαίοι σε αντίθεση με την ΔΕΗ που είναι διμηνιαίοι).  Συνήθως οι προσφορές συνοδεύονται από ελάχιστο χρόνο παραμονής του πελάτη στο συμβόλαιο. Αυτό συνεπάγεται απώλεια μέρους του οφέλους από την προσφορά σε περίπτωση μη ανανέωσης με τον προσφέροντα προμηθευτή.
  • Η διαφορετική δομή των τιμολογίων (πάγιες χρεώσεις, κλίμακες κατανάλωσης) που διαφοροποιούν την ελκυστικότητα των προσφερόμενων τιμολογίων ανάλογα με την κατανάλωση αλλά και μεταξύ προμηθευτών.
  • Η σύγχυση στο θέμα των εγγυήσεων. Στην προσπάθεια να χαμηλώσουν το εμπόδιο στην αλλαγή που αποτελούν οι εγγυήσεις κατανάλωσης, οι προμηθευτές έχουν ο καθένας την δική του πολιτική την οποία μάλιστα αλλάζουν συχνά. 
  • Οι όροι που καθορίζουν τη σταθερότητα ή όχι της τιμής. Οι περισσότεροι προμηθευτές περιλαμβάνουν στις μακροσκελείς συμβάσεις (από 6.000 μέχρι 10,000 λέξεις) που υπογράφουν με τους πελάτες τους την περίφημη ρήτρα οριακής τιμής μέσω της οποίας περνούν (από ένα όριο και πάνω) τον κίνδυνο της χονδρικής αγοράς στους καταναλωτές.
  • Η συνεχής και απρόβλεπτη αλλαγή σε όλα τα παραπάνω. Οι προμηθευτές στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν γρήγορα πελατειακή βάση επιλέγουν διαφημιστικά μηνύματα που δεν είναι απόλυτα διαφανή και πολλές φορές οι υποσχέσεις που δίνονται δεν είναι ενσωματωμένες στους όρους των συμβάσεων που καλούνται οι καταναλωτές να υπογράψουν μέσω των ιστοσελίδων των ίδιων των προμηθευτών.
  • Και βέβαια η ποιότητα εξυπηρέτησης η οποία θα εξακριβωθεί μόνο μετά την αλλαγή προμηθευτή είναι όμως δυνατόν να προβλεφθεί από την συμπεριφορά του προμηθευτή κατά την διάρκεια της διαδικασίας αλλαγής.  

 Αν κρίνει κανείς από την εξέλιξη των αγορών στην Μεγάλη Βρετανία και στην Γερμανία, γρήγορα η αγορά θα ομογενοποιηθεί και η διαδικασία σύγκρισης και επιλογής θα γίνει πιο εύκολη. Ο ανταγωνισμός θα επικεντρωθεί πλέον στην ποιότητα εξυπηρέτησης και την  παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (τώρα που θα εγκατασταθούν και οι έξυπνοι μετρητές να δείτε τι έχει να γίνει). Μέχρι να γίνει αυτό όμως υπάρχει λύση. Το allazorevma.gr.