Πόσο στοιχίζει το Ρεύμα; Πόσο στοίχιζε πέρσι τέτοιο καιρό; Αν στοιχίζει περισσότερο φέτος (που πράγματι στοιχίζει) γιατί συμβαίνει αυτό; Ποιος φταίει; Ποιος κερδίζει; Ποιος χάνει; Εν μέσω του πρόσφατου καταιγισμού σχολίων από άσχετους και μεροληπτούντες που θολώνουν τον δημόσιο διάλογο με την ευκαιρία της πρόσκαιρης μείωσης των τιμών τόσο της χονδρικής όσο και της λιανικής, αποφασίσαμε να ρωτήσουμε πάλι τους αριθμούς. Η απάντησή τους, που αφορά την σύγκριση μεταξύ των πρώτων οκταμήνων (Ιανουάριος - Αύγουστος) των δύο ετών 2024 και 2025, συνοψίζεται στους παρακάτω δύο Πίνακες. Τι μας είπαν λοιπόν οι αριθμοί;
Μας είπαν ότι η μεγάλη πλειοψηφία (συντριπτική το 2024) των καταναλωτών που ήταν ή είναι στο πράσινο τιμολόγιο πλήρωσαν κατά μέσο όρο περίπου 15% ακριβότερα το ρεύμα από ότι πέρσι. Αντίθετα, οι λίγοι το 2024 (και περισσότεροι το 2025) που πέρασαν σε σταθερά τιμολόγια, είδαν την τιμή του ρεύματος να μην αλλάζει (+0,8%) και να είναι συνεχώς χαμηλότερη από αυτή των πράσινων τιμολογίων.
Τα νούμερα επίσης μας είπαν ότι η τιμή των πράσινων τιμολογίων σε μέσο όρο αυξήθηκε ελαφρά λιγότερο από την αύξηση στο κόστος της χονδρικής (14,7% έναντι 16,8%). Αυτό παρά την χαμηλή συσχέτιση των δυο τιμών σε μηνιαία βάση. Με συνέπεια το τυπικό μικτό περιθώριο των Παρόχων να μειωθεί από 21% το '24 σε 18% το '25.
Είναι το 21% ή το 18% υψηλό; Οι αριθμοί αποτελούν ένδειξη ότι το 21% του πρώτου οκταμήνου του '24 αντανακλά το πάρτι του έκαναν οι Πάροχοι εκμεταλλευόμενοι την κρατική προπαγάνδα υπέρ των πράσινων τιμολογίων. Αντίθετα, το 2025 ο ανταγωνισμός εντάθηκε με την μετακίνηση καταναλωτών σε σταθερά τιμολόγια (που πλέον προωθούνται έντονα και από το κράτος). Το τυπικό περιθώριο του 18% που υπολογίσαμε για το 2025 είναι μάλλον υπερεκτίμηση του συνολικού γιατί το χαρτοφυλάκιο των Παρόχων έχει πλέον περισσότερους πελάτες με σταθερό τιμολόγιο στους οποίους πωλούν μέχρι στιγμής σχεδόν στο κόστος. Πάντως, σε πολιτισμένες χώρες το μικτό περιθώριο δεν είναι ψηλότερο από 10% - και αυτό είναι ένδειξη έλλειψης ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά. Αυτή οφείλεται κατά την άποψή μας στην επίμονη (θα λέγαμε παράξενη!) αδιαφορία του κράτους για την δεσπόζουσα θέση του υπό κρατικό έλεγχο Παρόχου (ο οποίος έχει κληρονομήσει εκατομμύρια πελάτες δωρεάν ενώ οι ανταγωνιστές του πρέπει να πληρώσουν ακριβά για τους προσελκύσουν) και τα εμπόδια που τίθενται σε πιθανούς νέους εισερχόμενους. Μεταξύ άλλων τους κινδύνους που προέρχονται από την αδυναμία του κράτους να βοηθήσει στην είσπραξη των λογαριασμών και τις "νάρκες" που αποτελούν οι απρόβλεπτες ρυθμιζόμενες δαπάνες που "εκκαθαρίζονται" πολλά χρόνια μετά την τιμολόγησή τους.
Αυτά σχετικά με τα "υπερκέρδη" των Προμηθευτών. Μια προσεκτική ματιά στον Πίνακα Β μας δίνει μια ιδέα για το ποια στοιχεία κόστους Παραγωγής και Διανομής και σε ποιο ποσοστό συμμετείχαν στην αύξηση της τιμής του ρεύματος.
Ένα 30% της αύξησης οφείλεται στη αυξημένη τιμή του φυσικού αερίου (ιδίως τους πρώτους μήνες του '25). Αλλά το υπόλοιπο 70% της αύξησης οφείλεται σε πολιτικές αποφάσεις και διαδικασίες.
Ένα 19% οφείλεται στην αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών CO2. Αυτή είναι μια τιμή που αποφασίζεται στην πράξη με πολιτικούς όρους από την ΕΕ - με μια διαδικασία που μοιάζει με το παιχνίδι της κολοκυθιάς - με υποτιθέμενο στόχο την επίτευξη της δέσμευσης για (καθαρές) μηδενικές εκπομπές.
Ένα 18% της αύξησης οφείλεται στου λογαριασμούς προσαυξήσεων της χονδρεμπορικής αγοράς. Η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ δημιουργεί την ανάγκη πρόσθετης ευελιξίας που αμείβεται γενναιόδωρα. Η πρόσθετη αυτή ανάγκη ευελιξίας προσφέρεται κυρίως από τον παραγωγό που την διαθέτει σε περίσσεια - την ΔΕΗ.
Ένα πρόσθετο 9% αφορά την αύξηση στις απώλειες του δικτύου διανομής (οι αριθμοί αφορούν την Χαμηλή Τάση). Οι υπολογισμοί δεν περιλαμβάνουν την αύξηση του σχετικού συντελεστή εδώ και μερικούς μήνες - από 1,367 σε 1,619 - πράγμα που θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την χονδρική. Ο θρύλος λέει ότι φταίει η ρευματοκλοπή. Ο ΔΕΔΔΗΕ όχι μόνο δηλώνει αθώος αλλά αποφεύγει να αναλάβει την ευθύνη - σε αντίθεση με την διεθνή πρακτική.
Τέλος, μεταξύ '24 και '25 αυξήθηκαν τα ρυθμιζόμενα λόγω της αύξησης των χρεώσεων των δικτύων διανομής και μεταφοράς. Η αύξηση αυτή, που αποτελεί το 23% της αύξησης στο κόστος παραγωγής και διανομής του ρεύματος, είναι μόνιμη και δεν εξαρτάται από την αγορά. Η χρεώσεις των δικτύων καθορίζονται με διοικητικό - δηλαδή εν δυνάμει πολιτικό- τρόπο και δεν υπάρχει σοβαρή ελπίδα να μειωθούν - αντίθετα αναμένεται να εκτοξευθούν τα επόμενα χρόνια (όσο αντέξουμε).
Στους Πίνακες φαίνονται εμφανή ιστορικά στοιχεία. Αυτό που δεν φαίνεται είναι ότι, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, τόσο ο λογαριασμός των επιδοτήσεων για τις ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) όσο και της επιδότησης των νησιών (ΕΛΥΚΩ) είναι σε βαθύ κόκκινο. Αυτό σημαίνει ότι στο όχι μακρινό μέλλον τα ελλείματα αυτά θα πρέπει να καλυφθούν από τους καταναλωτές μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων.
Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι ότι αυτοί που "φταίνε" για την αυξημένη τιμή του ρεύματος είναι οι πολιτικοί. Οι οποίοι αρκούνται σε περιοδικούς λεονταρισμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Η πρόσκαιρη πτώση του Σεπτεμβρίου στις λιανικές τιμές θα εφαρμοζόταν αυτόματα έτσι κι αλλιώς μέσω του "μηχανισμού αναπροσαρμογής" - των παλιών ρητρών - που έχει επιβάλει το ίδιο το κράτος για τα πράσινα τιμολόγια. Αποφεύγουν τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να ελεγχθεί μακροπρόθεσμα το κόστος του ρεύματος. Αντίθετα οι πράξεις και παραλείψεις τους εξασφαλίζουν ότι θα εκτοξευθεί. Ελπίζοντας ίσως ότι όταν αυτό συμβεί οι ίδιοι δεν θα είναι "στα πράγματα".