Οι Έλληνες καταναλωτές ρεύματος έχουν δεί τα τελευταία χρόνια να πολλαπλασιάζονται οι επιλογές τους όσον αφορά τον προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος. Πρόσφατα συνέβη το ίδιο και στο φυσικό αέριο. Ο αριθμός των ενεργών "παικτών" έχει ξεπεράσει τους 15 συν βεβαίως τον κυρίαρχο στο ρεύμα, την ΔΕΗ. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα που αφορά τους καταναλωτές : Είναι οι 16 αυτές επιχειρήσεις βιώσιμες; Πόσες από αυτές θα υπάρχουν μετά από 2-3 χρόνια; Πόσο σίγουρο είναι ότι αν αλλάξουμε σήμερα πάροχο, δεν θα υποστούμε τις συνέπειες μια πιθανής αποτυχίας του στο μέλλον;
Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει κανένα θεμελιώδες επιχειρηματικό (σε αντιδιαστολή με πολιτικό/ρυθμιστικό), πρόβλημα με τον αριθμό των "παικτών". Αν και δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι μια μεμονωμένη επιχείριση θα αποτύχει (αυτό πάντα είναι μια πιθανότητα σε οποιαδήποτε αγορά) η λιανική ηλεκτρισμού χωράει άνετα όχι μόνο τους υπάρχοντες αλλά και περισσότερους. Αυτό συνάγεται από δύο τουλάχιστον παρατηρήσεις. Την σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και την ανάλυση των οικονομικών καταστάσεων ορισμένων ελληνικών εταιρειών που δρούν εδώ και χρόνια στην αγορά.
Ο αριθμός των εταιρειών στις χώρες της ΕΕ (με βάση στοιχεία της Ένωσης των Ευρωπαίων Ρυθμιστών ACER) είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στην Ελλάδα για το σύνολο σχεδόν των χωρών (με εξαίρεση την Μάλτα και τη Κύπρο) και όχι μόνο των μεγαλύτερων (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία). Χώρες μέλη όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, ακόμα και η Πορτογαλία, έχουν μεγαλύτερο αριθμό "παικτών" στην λιανική αγορά ηλεκτρισμού από ότι η Ελλάδα (και φυσικού αερίου σε μεγαλύτερο βαθμό).
Όσον αφορά τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οικονομικές καταστάσεις αυτών που είναι από την φύση τους πιο διαφανείς (δηλαδή οι μη καθετοποιημένες στην παραγωγή) και δρούν χρόνια τώρα στην αγορά, δείχνουν ιστορικά αξιόλογη (έως εντυπωσιακή) κερδοφορία, η οποία - και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον - ξεκινά από πολύ χαμηλό ποσοστό μεριδίων αγοράς και αριθμό πελατών. Το "νεκρό σημείο" τους βρίσκεται σε επίπεδα μικρότερα από το 1% (σε κιλοβατώρες) και αριθμό πελατών κάτω από το 0,5%. Υπάρχουν βεβαίως επιφυλάξεις σχετικά με τα νούμερα αυτά. Γενικά, οι ελληνικές οικονομικές καταστάσεις δεν είναι οι πιο αξιόπιστες (για να το πούμε ευγενικά). Επίσης η κερδοφορία αφορά παρελθούσες χρήσεις που επηρεάστηκαν ίσως θετικά από χαμηλότερο ανταγωνισμό ή ευνοϊκούς εξωτερικούς παράγοντες. Παρ' όλ΄ αυτά, το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του "νεκρού σημείου", συνδυαζόμενο με την ευρωπαϊκή εμπειρία είναι ισχυρές ενδείξεις ότι τα εμπόδια για την είσοδο στην αγορά είναι χαμηλά και ο αριθμός των "παικτών" έχει θεμελιώδη επιχειρηματική λογική.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού στη Ελλάδα είναι πολιτικός και ρυθμιστικός. Οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί κίνδυνοι είναι η αδυναμία να καλύψουν την μεταβλητότητα στην χονδρική και η αποτυχημένη πιστωτική πολιτική - τα χρέη των πελατών τους. Στο δεύτερο κάνουν καλή δουλειά - όλοι με εξαίρεση τον δεσπόζοντα, την ΔΕΗ. Στο πρώτο, ενώ έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις, δεξιότητες και κυρίως κίνητρα, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από πολιτικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Οι πολιτικοί (όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων και όχι μόνο οι Έλληνες) έχουν μια (κατανοητή) αντιπάθεια στην ανάγκη να προσαρμόζονται οι τιμές της λιανικής ενός βασικού αγαθού στις αλλαγές της χονδρικής. Αυτό είναι συνταγή για καταστροφή τόσο στη Ελλάδα όσο και ....στην Καλιφόρνια.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο αριθμός των παικτών είναι μια χαρά - το ελληνικό κράτος όμως είναι σε θέση να δημιουργήσει προβλήματα - το έκανε και στην πρώτη της φάση (υπόθεση Εnerga-Hellas Power). Ελπίζει βάσιμα κανείς ότι το πάθημα έγινε μάθημα και ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να επαναλάβει τέτοιο σφάλμα. Να προσθέσουμε ότι η χώρα ως μέλος της ΕΕ βρίσκεται υπό συνεχή εποπτεία και αυτό εξασφαλίζει ένα πρόσθετο επίπεδο ασφάλειας.
Οι υγιείς "παίκτες" στην αγορά μπορούν λοιπόν να μείνουν 16 ή και να αυξηθούν αν το ελληνικό κράτος δεν αποφασίσει διαφορετικά. Το επόμενο ερώτημα που γεννάται είναι αν ο αριθμός των "παικτών" είναι αρκετός για να εξασφαλίσει επαρκή ανταγωνισμό. Δυστυχώς η απάντηση είναι όχι - τουλάχιστον όσο ο δεσπόζων πάροχος διατηρεί μερίδιο αγοράς πάνω από το 35%. Σήμερα έχει 80% - πράγμα που δεν παρατηρείται ούτε σε κράτη μέλη της ΕΕ που ήταν πρώην μέλη της Κομεκόν υπό την κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά το θέμα αυτό σε επόμενο σημείωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου