Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος έχει αυξηθεί πρόσφατα στην χώρα μας και πρόκειται να αυξηθεί στο άμεσο μέλλον περισσότερο. Αυτό δεν είναι κατ΄ανάγκη κακό. Η στοιχειώδης οικονομική θεωρία μας λέει ότι η βέλτιστη από πλευράς κοινωνικού οφέλους κατάσταση είναι αυτή στην οποία το (μακροχρόνιο) οριακό κόστος είναι ίσο με την (οριακή) τιμή στην αγορά. Επειδή όμως αυτή η συνθήκη δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε αποδεκτή από τους πολλούς, ας προσπαθήσουμε να τα κάνουμε "λιανά" όπως λέει ο λαός. Και βέβαια ο στόχος δεν είναι να δικαιολογήσουμε την παρούσα κατάσταση ως βέλτιστη ("τι να κάνουμε, αφού αυξήθηκε το κόστος θα πρέπει να αυξηθεί και η τιμή!") αλλά να προτείνουμε τρόπους για να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία σε χαμηλότερο επίπεδο τιμών. Πως θα μειωθεί λοιπόν - ή τουλάχιστον δεν θα αυξηθεί η τιμή τους ρεύματος;
Η πρώτη, και άμεση, λύση είναι η δραστική μείωση (ιδανικά μηδενισμός) του κόστους που επιβαρύνει τους καταναλωτές η επιδότηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η επιδότηση αυτή στοιχίζει στον Έλληνα καταναλωτή ένα ποσό της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο - δηλαδή είναι περίπου το 25% της δαπάνης για ρεύμα. Τι θα απογίνουν οι δυστυχείς παραγωγοί ΑΠΕ θα ρωτήσει κανείς; Πρώτον δεν είναι τόσο δυστυχείς - απολαμβάνουν σταθερά μεγάλα κέρδη χωρίς κίνδυνο εδώ και χρόνια. Αν όμως τους θεωρούμε τόσο αναξιοπαθείς ας δανειστούμε το ποσό που τους χρωστάμε τώρα και αποπληρώνουμε το δάνειο όταν το κόστος του ρεύματος θα είναι υψηλότερο από την δική τους επιδότηση (μετά από 15-20 χρόνια). Δεν είναι ανέκδοτο - το σχεδιάζουν και το προτείνουν σοβαροί ειδικοί τόσο στην Γερμανία όσο και στην Μ. Βρετανία.
Η δεύτερη, ίσως όχι άμεση αλλά σχετικά γρήγορη λύση (1-2 χρόνια) είναι η αύξηση της ισχύος των διασυνδέσεων του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας με τους βόρειους (κυρίως) γείτονές μας. Οι υπάρχουσες διασυνδέσεις αντιστοιχούν στο 10% περίπου της εγκατεστημένης ισχύος στην χώρα - πρέπει να φθάσουν στο 40%. Γιατί αυτό; Γιατί το ρεύμα που παράγεται στην Ελλάδα είναι κατά 20% ακριβότερο από αυτό που παράγεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όσο μεγαλύτερη ποσότητα εισάγουμε τόσο μικρότερη συνολική δαπάνη για ρεύμα. Ο διασυνδέσεις κατασκευάζονται γρήγορα και είναι ο φθηνότερος τρόπος να αυξήσουμε την παραγωγική δυνατότητα της χώρας μειώνοντας ταυτοχρόνως την μέση τιμή του ρεύματος.
Η τρίτη λύση, που συνδυαζόμενη με τις αυξημένες διασυνδέσεις θα επιτρέψει την ορθολογική και με όρους διεθνώς ανταγωνιστικούς εκμετάλλευση του λιγνιτικού δυναμικού της χώρας δεν είναι δυστυχώς στην διακριτική ευχέρεια της Ελληνικής κυβέρνησης, Είμαστε δεσμευμένοι από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο να πληρώνουμε για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα αλλά και για το αναγκαστικό κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών που λειτουργούν σήμερα. Για να το πούμε πιο απλά: Η βέλτιστη πολιτική (αν δεν είμαστε μέλος της ΕΕ ή αν μπορούσαμε να εξαιρεθούμε από τις περιβαλλοντικές πολιτικές της) θα ήταν: Αξιοποιούμε το δικό μας λιγνιτικό δυναμικό (στην πεδιάδα των Φιλίππων στη Δράμα υπάρχει δυναμικό ίσο με αυτό της Δυτικής Μακεδονίας) και παράλληλα κατασκευάζουμε αρκετές διασυνδέσεις ώστε να αγοράζουμε "λιγνιτικό ρεύμα" και από την Βουλγαρία (και ίσως Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία κλπ). Εξασφαλίζοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής λιγνιτικής παραγωγής.
Οι παραπάνω πολιτικές θα πρέπει να υποστηριχθούν με δράσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά μέσω της πλήρους ιδιωτικοποίησης όλων των παραγωγών και των προμηθευτών. Πρέπει επίσης να υπάρξει ισχυρός ρυθμιστικός έλεγχος των δικτύων (αφού και αυτά ιδιωτικοποιηθούν) δεδομένου ότι ένα μέρος από την μείωση του κόστους που αναμένεται από τις προαναφερθείσες πολιτικές θα πρέπει να δοθεί στη αύξηση των δαπανών για το δίκτυο το οποίο επί του παρόντος ζει τρώγοντας από τα έτοιμα.
Το σημείωμα αυτό έχει γραφεί και δημοσιευθεί για έναν και μόνο λόγο: Για να καταγραφούν ιδέες οι οποίες (από ότι φαίνεται) δεν προβλέπεται να περιληφθούν σύντομα στον δημόσιο διάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου