Η Ελλάδα, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απολαμβάνει πλεονεκτήματα αλλά αναλαμβάνει ταυτοχρόνως υποχρεώσεις και περιορισμούς από την συμμετοχή της. Στο παρόν γίνεται μια προσπάθεια αξιολόγησης των επιπτώσεων της συμμετοχής στην ΕΕ στον ενεργειακό κλάδο (εστιάζοντας στον ηλεκτρισμό που πιο είναι οικείος στον γράφοντα). Ο στόχος δεν είναι προφανώς να τεθεί το ερώτημα της παραμονής στην ΕΕ, αλλά, με βάση τα διδάγματα του παρελθόντος, να βελτιωθεί η διαχείριση της σχέσης στο μέλλον.
Η συμμετοχή στην ΕΕ αναμενόταν ότι θα είναι ένας παράγοντας εκσυγχρονισμού της οικονομίας της χώρας και του ενεργειακού κλάδου ειδικότερα. Το αποτέλεσμα, με ευθύνη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, είναι μέχρι σήμερα αρνητικό. Αντί για πρόοδο έχουμε καθυστέρηση σε σχέση όχι μόνο έναντι των ομοίων μας. αλλά και εκείνων που θεωρούσαμε λιγότερο ανεπτυγμένους.
Από την άλλη μεριά η συμμετοχή στην ΕΕ επιβάλει πολιτικές που δεν είναι κατ' ανάγκη η βέλτιστη λύση για τα συμφέροντα της χώρας. Όντας ένα ασθενές μέλος ενός υπερεθνικού οργανισμού που κυριαρχείται από οικονομικά μεγαθήρια, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει συλλογικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση διεθνών προβλημάτων. Χάνει συνεπώς την ευκαιρία του "τζαμπατζή". Η οποία όμως είναι διαθέσιμη σε καλοήθεις ή/και κακοήθεις γείτονες.
Ο εκσυγχρονισμός του κλάδου μέσω της συμμετοχής στην ΕΕ αναμένετο ότι θα γίνει με στρατηγικό άξονα την απελευθέρωση των αγορών: Τόσο της εσωτερικής αγοράς όσο και της διευρωπαικής. Αυτό προφανώς διέλαθε της προσοχής των πολιτικών ταγών όσο και των πολιτών /ψηφοφόρων όταν η χώρα εισήλθε στην ΕΕ και εξηγεί ίσως γιατί η προσπάθεια ανοίγματος που ξεκίνησε πριν 20 περίπου χρόνια (το Φεβρουάριο του 2001) έχει φθάσει σε σημείο πολύ πίσω από αυτό που βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων κρατών μελών - ακόμα και αυτών που ήταν πρώην μέλη της Κομεκόν. Το πολιτικό σύστημα, τα κατεστημένα συλλογικά συμφέροντα και η συγκεκριμένη διάλεκτος που κυριαρχεί ακόμα και σήμερα στο δημόσιο λόγο, πάλεψαν με κάθε τρόπο για την διατήρηση της κρατούσας κατάστασης - και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν. Ο ανταγωνισμός στις αγορές ηλεκτρισμού τόσο στη χονδρική όσο και στην λιανική είναι ο χαμηλότερος στην Ευρώπη. Η ισχύς (ή μάλλον το βάρος) του άρρωστου κυρίαρχου της αγοράς είναι τεράστια σε σχέση με οποιαδήποτε ομοειδή επιχείριση στην ΕΕ. Ο ρυθμιστικός έλεγχος των φυσικών μονοπωλίων, δηλαδή των δικτύων, πρακτικά ανύπαρκτος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας Έλληνας πολιτικός δεν θέλησε (ή δεν είναι σε θέση) να υποστηρίξει έστω στα λόγια την απελευθέρωση της αγοράς στον ηλεκτρισμό. Όλα γίνονται "εν κρυπτώ και παραβύστω" με μοναδικό στόχο να πεισθούν οι κουτόφραγκοι ότι είμαστε υπάκουοι. Φθάσαμε στο σημείο κυβέρνηση που αυτοαποκαλείται "φιλελεύθερη" να περηφανεύεται ότι θα πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυξήσει το μερίδιο αγοράς - στόχο της ΔΕΗ.
Αν θέλαμε να βοηθήσουμε τον Έλληνα ριζοσπάστη πολιτικό που θα ήθελε να προωθήσει την ιδέα των αγορών θα του δίναμε την συμβουλή να εστιασθεί σε ένα μόνο θέμα. Την αξιοποίηση των νέων μας. Ο κλάδος του ηλεκτρισμού με την καθετοποιημένη κρατική επιχείριση χρειαζόταν κάποτε πολλούς τεχνίτες και λίγους μηχανικούς. Στην Ελλάδα προσλάβαμε επίσης και μερικές χιλιάδες ¨διοικητικο-οικονομικούς" λες και το ρεύμα παραγόταν με αλέτρι (η τελευταία φορά επί "δεξιάς" κυβερνήσεως εν όψει εκλογών). Σε ένα κλάδο που λειτουργεί στα πλαίσια μιας ανταγωνιστικής αγοράς αντίθετα, χρειαζόμαστε βέβαια τεχνίτες αλλά σχεδόν καθόλου "διοικητικο-οικονομικούς". Χρειαζόμαστε πολλούς σπουδαγμένους σε οικονομία, εμπορική διαχείριση, χρηματοοικονομικά, προγραμματιστές και μηχανικούς υψηλού επιπέδου. Όσο καθυστερούμε το άνοιγμα τόσο περισσότεροι από αυτούς θα φύγουν (και έχουν φύγει). Οι Έλληνες πολιτικοί είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για το brain drain και ας κάνουν τον ανήξερο. Γιατί καθυστέρησαν το άνοιγμα της αγοράς.
Όσον αφορά τα οφέλη της συμμετοχής μας στην ΕΕ από την Ενιαία Αγορά ηλεκτρισμού. Αυτό προϋποθέτει διασυνδέσεις. Έτσι ώστε η τιμή του ελληνικού συστήματος να συγκλίνει με αυτή των ευρωπαϊκών δεδομένου ότι είναι 30-40% υψηλότερη (όπως ανακάλυψε πρόσφατα σεβάσμιος "φιλελεύθερος" πολιτικός και ανησύχησε ότι "κερδοσκοπούν οι εισαγωγείς"). Αντί όμως για την διασύνδεση με την υπόλοιπη Ευρώπη οι Έλληνες πολιτικοί ασχολούνται με την διασύνδεση της Κρήτης, της οποίας η σχέση κόστους οφέλους σε σχέση με διασύνδεση με την Βουλγαρία (για παράδειγμα) είναι 1:10 (με συντηρητικές εκτιμήσεις του γράφοντος). Η ενίσχυση των βόρειων διασυνδέσεων είναι τουλάχιστον 10 φορές πιο ωφέλιμη για τον Έλληνα καταναλωτή από αυτή της Κρήτης. Και θα μπορούσε να γίνει σε μήνες - όχι σε χρόνια (Υπάρχει βέβαια ελπίδα όταν κατανοήσουν ότι για να επιτύχουν την μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ που υπόσχονται, οι ενισχυμένες -βόρειες κυρίως- διασυνδέσεις είναι απαραίτητες).
Η Ελληνική κοινωνία συνεπώς, με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού που επέλεξε, κατάφερε να εξουδετερώσει μέχρι σήμερα τα οφέλη που θα ανέμενε στον ενεργειακό κλάδο από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς όμως δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί η συμμετοχή έχει και υποχρεώσεις προσαρμογής σε συλλογικές αποφάσεις. Αυτές έχουν σημαντικό κόστος το οποίο, αν η χώρα δεν συμμετείχε στην ΕΕ θα μπορούσε να αποφύγει. Το κυριότερο παράδειγμα είναι η πολιτική για την κλιματική αλλαγή.
Ας σημειωθεί κατ' αρχήν ότι οι δυνατότητες που έχει η Ελλάδα να σχεδιάσει και να εξασκήσει αυτόνομες πολιτικές σχετικά με την κλιματική αλλαγή είναι μικρότερες από αυτές που έχει μια πολιτεία των ΗΠΑ. Αυτό ίσως θα ήταν υποφερτό αν οι πολιτικές αυτές δεν ήταν πλήρως αποτυχημένες. Οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν χωρίς να ερωτηθούν - απλώς και μόνο επειδή η χώρα τους είναι μέλος της ΕΕ - περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για την εφαρμογή πολιτικών που βασίζονται στην χειρότερη από πλευράς κόστους μέθοδο αντιμετώπισης - τις επιδοτήσεις στις ΑΠΕ.
Η άποψη ότι οι πολιτική της ΕΕ είναι λανθασμένη μπορεί να συζητηθεί. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι, όχι μόνο δεν υπάρχει λογοδοσία των εκλεγμένων τοπικών ηγετών αλλά δημιουργείται και κίνητρο να υπερβάλουν - να γίνουν πιο Ευρωπαίοι από τους Ευρωπαίους. Ειδικά στην Ελλάδα φαίνεται ότι το φαινόμενο είναι ισχυρότατο. Ένα από τα πολλά παραδείγματα: πριν 10 περίπου χρόνια οι Γερμανοί αποφάσισαν να στηρίξουν τα φωτοβολταικά στις στέγες. Τα επιδότησαν με σταθερές τιμές για 25 χρόνια ύψους 440 ευρώ την μεγαβατώρα. Οι αντίστοιχες ελληνικές τιμές ήταν 550 ευρώ την μεγαβατώρα. Για επενδύσεις που είχαν λόγω καλύτερης ηλιοφάνειας απόδοση έως και 40% υψηλότερη σε σύγκριση με την Γερμανία. Οι τιμές βέβαια αργότερα μειώθηκαν (τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα) αλλά η επιδότηση των φωτοβολταικών στις στέγες στοιχίζει (και θα συνεχίσει να στοιχίζει για 15 ακόμα χρόνια) στους Έλληνες καταναλωτές περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Η συζήτηση για το θέμα αυτό δεν είναι στην αντζέντα κανενός πολιτικού στη Ελλάδα. Γιατί να είναι; Αφού είμαστε στην ΕΟΚ!. Ευτυχώς συζητιέται στην Γερμανία οπότε αφηνόμαστε στην φιλευσπλαχνία των ξένων.
Το ελληνικό πολιτικό και γραφειοκρατικό προσωπικό έχει δείξει μια πολύ ισχυρή τάση (και ικανότητα!) να εξουδετερώνει τις ωφέλιμες ευρωπαϊκές πολιτικές και να αντιγράφει με υπερβάλλοντα ζήλο ότι χειρότερο κυκλοφορεί στην Ευρώπη (γιατί η κρατικοδίαιτη λογική δεν εφευρέθηκε στην Ελλάδα). Από τις υπέρογκες εγγυημένες τιμές των Φωτοβολταικων, τα περίφημα ΑΔΙ, την επιδότηση βιομηχανιών με τα πανέμορφα διακοπτόμενα τιμολόγια μέχρι την εξαίρεση κλάδων από το κόστος επιδότησης των ΑΠΕ και την άφρονα επένδυση δισεκατομμυρίων για "έξυπνους" μετρητές (την οποία οι Γερμανοί αποφάσισαν ότι δεν θα υλοποιήσουν) οι Έλληνες πολιτικοί και γραφειοκράτες αποδεικνύονται συστηματικά πιο γαλαντόμοι από τους Ευρωπαίους.
Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για την ανάπτυξη μιας αντζέντας για ανεξάρτητη πολιτική στην ενέργεια υπό τον περιορισμό της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ορισμένες χώρες έχουν δείξει ότι αυτό είναι μέχρι σημείου δυνατό. Δεν θα ισχυρισθούμε τα τετριμμένα: ότι θα χρειαστεί τάχα ισχυρή πολιτική βούληση και θάρρος. Αντίθετα θεωρούμε ότι είναι μια αναξιοποίητη ευκαιρία για πολιτική καινοτομία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου