Οι Έλληνες έχουμε πληρώσει την τελευταία δεκαετία πάνω από 20 δισεκατομμύρια ευρώ για να κατασκευασθούν εγκαταστάσεις ΑΠΕ ίσες σε εγκαταστημένη ισχύ με το σύνολο του ήδη υπάρχοντος ηλεκτρικού συστήματος. Μέσα στην κρίση, διπλασιάσαμε την δυναμικότητά του όχι γιατί αυξήθηκε η κατανάλωσή μας - αυτή έχει μείνει σταθερή εδώ και 10 τουλάχιστον χρόνια - αλλά για να αντικαταστήσουμε το 1/3 περίπου της παραγωγής με ΑΠΕ. Με κόστος κατασκευής ανά ΜW τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό των συμβατικών πηγών. Είναι προφανές - και θεωρούμε κοινώς αποδεκτό - το ότι χωρίς τις γενναίες επιδοτήσεις ούτε ένα κιλοβάτ ΑΠΕ δεν θα είχε κατασκευασθεί στην Ελλάδα.
Αυτό το κάναμε για να συμβάλουμε στην αποτροπή της κλιματικής αλλαγής. Για την οποία η ελληνική κοινωνία ιστορικά και πρακτικά δεν έχει καμία ευθύνη και η συμβολή στην αποτροπή της δεν μπορεί παρά να είναι αμελητέα. Η πολιτική που ακολουθούμε μοιάζει με την υποχρεωτική αγορά συχωροχαρτιών για αμαρτήματα που δεν έχουμε διαπράξει. Είναι πολιτική της μαντάμ Σουσού. Όπου το ρόλο της ξιπασμένης κυρίας παίζουν οι κυβερνήσεις μας και του άτυχου Παναγιωτάκη συλλογικά οι Έλληνες πολίτες.
Οι κυβερνήτες μας όμως, συνεπικουρούμενοι από το σύνολο σχεδόν της πνευματικής ηγεσίας και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, διακηρύσσουν ότι το βάρος των επιδοτήσεων θα μηδενισθεί. Καθηγητές Πανεπιστημίου, που κατά τεκμήριο έχουν ειδική γνώση και είναι ανεξάρτητοι από συμφέροντα, μας διαβεβαιώνουν ότι η παραγωγή από ΑΠΕ είναι πλέον φθηνότερη από τις συμβατικές μεθόδους.
Βλέπουμε τις δηλώσεις αυτές με σκεπτικισμό. Παραδεχόμαστε όμως ότι το παρελθόν - όσο προφανής και αν είναι η ετυμηγορία του - δεν προδικάζει το μέλλον. Το ερώτημα απαιτεί έρευνα. Είναι αλήθεια ότι οι ΑΠΕ θα γίνουν στο μέλλον (ή είναι ήδη;) ανταγωνιστικές; Ότι δεν θα χρειαστούν επιπλέον επιδοτήσεις; Πέραν των επιπλέον 20 δισεκατομμυρίων που με βάση τις υπάρχουσες συμβάσεις θα πληρώσουμε μέχρι το 2030; Ότι η τιμή του ρεύματος θα τείνει να μειωθεί στο μέλλον παρά το ότι η αύξηση της τιμής του εδώ και μια δεκαετία οφείλεται στις ΑΠΕ;
Κάναμε λοιπόν μια στοιχειώδη έρευνα. Στο πλαίσιο της έρευνάς αυτής αναπτύξαμε ένα απλό μοντέλο* μέσω του οποίου προσπαθήσαμε να συγκρίνουμε το "τυποποιημένο" μακροπρόθεσμο (πλήρες) κόστος παραγωγής ρεύματος μεταξύ μιας ανεμογεννήτριας και ενός σταθμού φυσικού αερίου. Η απάντηση δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολία. Είναι απίθανο στο προβλεπτό μέλλον (τα επόμενα 10 χρόνια) οι ΑΠΕ να γίνουν ανταγωνιστικές. Θα χρειαστούν συνεπώς επιδοτήσεις. Και η τιμή του ρεύματος (σε πραγματικούς όρους) θα αυξηθεί αν η κυβέρνηση επιμείνει στην αύξηση τη διείσδυσης των ΑΠΕ στο σύστημα ηλεκτρισμού**.
Στην ανάλυσή μας λάβαμε υπόψιν μας ορισμένες παραμέτρους που ακόμα και σοβαρές επενδυτικές τράπεζες εντέχνως (και για προφανείς λόγους) αγνοούν.
- Εξασφαλίσαμε ότι συγκρίνουμε όμοια πράγματα. Ο σταθμός φυσικού αερίου προσφέρει στο ηλεκτρικό σύστημα δυο προϊόντα: Ενέργεια και ισχύ. Η ανεμογεννήτρια προσφέρει μόνο ενέργεια. Επιβαρύναμε συνεπώς το κόστος της με αγορά ισχύος (από συμβατικούς σταθμούς ή αποθήκευση). Δεν είμαστε σε θέση να αποτιμήσουμε το κόστος που επιφέρει στο σύστημα μεταφοράς και διανομής - κόστος που θα μπορούσε από μόνο του να κάνει απαγορευτική την εγκατάσταση σε πολλές περιπτώσεις. Και βέβαια οι υπολογισμοί μας αφορούν χερσαίες εγκαταστάσεις - αν αφορούσαν υπεράκτιες δεν θα χρειαζόταν να υπολογίσουμε τίποτα.
- Καταλογίσαμε στον σταθμό φυσικού αερίου ένα κόστος για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής CO2 που είναι ο μέσος όρος της τελευταίας 10ετίας και όχι της πρόσφατης διετίας. Η τιμή των δικαιωμάτων είναι πολιτική απόφαση στην ΕΕ και δεν έχει καμία σχέση με το ονομαζόμενο "κοινωνικό κόστος του CO2" - για ένα πολύ πρακτικό λόγο: Κανένας δεν το ξέρει με σιγουριά***.
- Καταρτίσαμε ένα σενάριο με μηδενικό κόστος για την αγορά δικαιωμάτων αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των αναπτυσσομένων χωρών δεν υπάρχουν περιορισμοί στις εκπομπές ούτε προβλέπεται να υπάρξουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Η επενδυτική απόφαση για ΑΠΕ στις χώρες αυτές είναι πολύ διαφορετική από αυτή που λαμβάνεται στην ΕΕ (και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ)
- Επιβαρύναμε την ανεμογεννήτρια με υψηλότερο κόστος κεφαλαίου δεδομένου ότι έχει μηδενική λειτουργική ευελιξία. Η ευαισθησία της αξίας της επένδυσης σε ανεμογεννήτριες (και συνολικά σε ΑΠΕ αλλά και σε πυρηνικά!) στις μεταβολές του κόστους κεφαλαίου και τις τιμές των εναλλακτικών πηγών ενέργειας είναι πολλαπλάσια από αυτή των συμβατικών μονάδων.
- το τυποποιημένο (πλήρες) κόστος παραγωγής (ενέργεια και ισχύ) από ανεμογεννήτρια φθάνει στα 103 ευρώ την μεγαβατώρα έναντι 71 ευρώ την μεγαβατώρα για ένα σταθμό φυσικού αερίου
- στο σενάριο μηδενικού κόστους για τη αγορά δικαιωμάτων εκπομπών, η διαφορά αυξάνεται γιατί το πλήρες κόστος του σταθμού φυσικού αερίου πέφτει στα 55 ευρώ την μεγαβατώρα. Στην περίπτωση αυτή το πλήρες κόστος της ανεμογεννήτριας είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό του φυσικού αερίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου