Οι τιμές στην χονδρική αγορά ρεύματος (που διεκπεραιώνεται μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας) έχουν πάρει ανοδική πορεία. Η κυβέρνηση αντιδρά άμεσα επιβάλλοντας ένα προσωρινό φόρο στους παραγωγούς ηλεκτρισμού. Τα έσοδα από τον φόρο θα τα μοιράσει - όπως και κατά την πρόσφατη κρίση στους καταναλωτές. Οι κυβερνήσεις έχουν βραχυπρόθεσμη προοπτική. Προσπαθούν να σβήσουν τις πυρκαγιές αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις πραγματικές αιτίες. Ακόμα χειρότερα, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στην ρίζα του.
Αυτό γιατί η ελληνική κυβέρνηση στην ενεργειακή της πολιτική είναι δεσμευμένη από τις Ευρωπαϊκές πολιτικές. Ως χώρα μέλος της ΕΕ έχει μικρότερη ευχέρεια να καθορίσει τα του οίκου της από μια πολιτεία των ΗΠΑ. Και δυστυχώς τυχαίνει η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ να είναι σε πλήρη σύγχυση εδώ και χρόνια. Γιατί προσπαθεί να πετύχει δύο στόχους που αντιστρατεύονται ο ένας τον άλλο. Ο ένας στόχος είναι η επέκταση της ενιαίας αγοράς στο ρεύμα (το περίφημο target model) και ο άλλος είναι η απανθρακοποίηση (το Net Zero). Η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει το ρόλο των αγορών ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ταυτόχρονα περιορίζει τις αγορές στρεβλώνοντάς τις μέσω της προώθησης των ΑΠΕ.
Σε ένα ιδεατό (αλλά πολιτικά ανέφικτο προς το παρόν) κόσμο στον οποίο θα υπήρχαν επαρκείς διασυνδέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και στον οποίο οι ΑΠΕ (και η αποθήκευση) ήταν οικονομικά ανταγωνιστικές, οι δύο στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν ταυτόχρονα - ακόμα και να ενισχύουν ο ένας τον άλλο. Αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει και ο δρόμος προς αυτόν (που συνήθως ονομάζεται ενεργειακή μετάβαση) έχει τεράστιο κόστος και κίνδυνο για το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα. Πολύ περισσότερο για ένα απομονωμένο γεωγραφικά σύστημα όπως το ελληνικό.
Θεωρητικά, σε μια ολοκληρωμένη ηλεκτρική αγορά στη Ευρώπη θα ίσχυε ο νόμος της ενιαίας τιμής. Το ότι δεν υπάρχει αυτό οφείλεται σε ένα κυρίως λόγο: την έλλειψη επαρκών διασυνδέσεων. Γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς διασυνδέσεις; Γιατί παραδοσιακά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν ως προτεραιότητα την προστασία των (συνήθως κρατικών) επιχειρήσεων ηλεκτρισμού. Αυτό για λόγους - υποτίθεται - εθνικής ασφάλειας (στην Ελλάδα δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές). Ακόμα και σήμερα οι διασυνδέσεις του ιταλικού και του ισπανικού συστήματος με την Γαλλία (της περίσσειας πυρηνικής ενέργειας) είναι περιορισμένης δυναμικότητας (σε αντίθεση με αυτές της Μ. Βρετανίας και της Γερμανίας). Η ανάπτυξη διασυνδέσεων ακόμα και σήμερα (που οι ευρωπαίοι έχουν γίνει αδελφοί ως μέλη της ΕΕ) καθυστερεί. Πρώτο παράδειγμα η Ελλάδα που επενδύει σε διασυνδέσεις υψηλότατου κόστους (Κρήτη Κύπρο κλπ.) και αφήνει πίσω τις βόρειες διασυνδέσεις - οι οποίες είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία του "target model" - δηλαδή της σύγκλισης των τιμών με τις κεντροευρωπαϊκές.
Η έλλειψη διασυνδέσεων μικραίνει την αγορά ρεύματος στην χώρα και προστατεύει τους τοπικούς παραγωγούς. Εδώ προστίθεται η αρνητική συνεισφορά των ΑΠΕ στον ανταγωνισμό. Έχοντας επιδοτηθεί με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ παράγουν πλέον σχεδόν την μισή ενέργεια στο σύστημα - και την παράγουν στην πράξη εκτός της αγοράς. Μειώνοντας ακόμα περισσότερο το μερίδιο για τους "συμβατικούς" παραγωγούς. Ειδικότερα στην Ελλάδα, ακολουθώντας μια πολιτική "βασιλικότερη του βασιλέως" (ο γράφων την αποκαλεί πολιτική της μαντάμ Σουσού) η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να βγάλει εκτός αγοράς πρόωρα και τα λιγνιτικά εργοστάσια. Η χονδρική αγορά ρεύματος περιορίζεται στα εργοστάσια φυσικού αερίου - και υπάρχουν τέσσερεις παίκτες στην αγορά αυτή: ένας υπό κρατικό έλεγχο και τρείς ιδιώτες.
Τα εργοστάσια φυσικού αερίου κατασκευάστηκαν πριν (περίπου) 15 χρόνια με βάση τις υποσχέσεις του κράτους για άνοιγμα της αγοράς ρεύματος στους ιδιώτες επενδυτές (κατασκευάστηκαν πρόσφατα και άλλα - ο γράφων δεν μπορεί και ίσως δεν θέλει να καταλάβει γιατί). Από τότε, λόγω της αύξησης των ΑΠΕ αλλά και της οικονομικής κρίσης δουλεύουν με βαθμούς χρησιμοποίησης γύρω στο 30% - ενώ για να είναι βιώσιμα οικονομικά θα έπρεπε να δουλεύουν περίπου στο 70-75%. Πόσο δύσκολο είναι να προβλέψει κανείς ότι όταν βρούν ευκαιρία οι παραγωγοί φυσικού αερίου προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποσβέσουν ταχύτερα την επένδυσή τους; Κατά την άποψη του γράφοντος δεν είναι δύσκολο δεδομένου ότι δεν χρειάζεται καν να έρθουν σε οποιουδήποτε είδους επαφή οι τέσσερεις παίκτες για να μεγιστοποιήσουν το κοινό όφελος. Μάλιστα, οι καθετοποιημένοι και στην λιανική μπορούν να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι το κράτος έχει μεταφέρει (χωρίς να τους ρωτήσει) όλους τους καταναλωτές σε μεταβλητά τιμολόγια. Μπορούν λοιπόν να μετακυλήσουν τις υψηλότερες τιμές της χονδρικής κατευθείαν στην λιανική - η οποία άλλωστε είναι στην ουσία δυοπώλιο. Η υπό κρατικό έλεγχο ΔΕΗ και οι υπόλοιποι.
Τι δέον γενέσθαι; Κατ' αρχάς να κατανοήσουμε ότι οι σπασμωδικές ενέργειες του κράτους πιστοποιούν το πρόβλημα ανταγωνισμού στην αγορά χονδρικής (δεν φταίει η διεθνής τιμή του φυσικού αερίου αυτή την φορά). Ο τυπικός (αλλά πολιτικά μη αποτελεσματικός) δρόμος θα ήταν να αναλάβει η Επιτροπή Ανταγωνισμού (και όχι η ΡΑΑΕΥ) να ερευνήσει το πρόβλημα και να προτείνει μέτρα (και ίσως ποινές). Σε ποιο βαθμό το ελληνικό κράτος θα αποφασίσει όμως να εκμεταλλευτεί τα περιθώρια που του αφήνουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές για να ανασχεδιάσει ριζικά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με γνώμονα την ωφέλεια των καταναλωτών και όχι την τακτοποίηση των (θεμιτών) συμφερόντων των παρόχων και των πολιτικών- όπως είμαστε σίγουροι ότι θα πρότεινε η ΕΑ; Φοβάμαι ότι θα ήταν ευκολότερο να εγκαταλειφθεί η ιδέα της αγοράς ηλεκτρισμού και να επανέλθουμε στο κρατικό μονοπώλιο ώστε να ησυχάσουμε όλοι. Η ΕΕ ίσως μας δώσει μια ακόμα εξαίρεση ιδίως αν πεισθεί ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι αυτό στο οποίο συμφωνεί όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου